-
1 изоляция
1. (предотвращение электрического или другого контакта, переноса тепла, влаги и т.п.) η μόνωση 2. (предотвращение взаимодействия, разобщение) η απομόνωση 3. (материал) η μόνωση, το υλικό μόνωσηςустанавливать - ю τοποθετώ/αρμόζω τη -битумная - της ασφάλτου/πίσσαςблочная стр. - σε τεμάχιαмасляная - ελαίου/λαδιούхлопчатобумажная - υφασμάτινη/βαμβακερή -шёлковая эл. - από μετάξι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изоляция
-
2 труба
1. тех. о σωλήν/αςο αγωγέαςводопроводная - ο υδροσω-λήνας, ο υδραγωγόςдейдвудная - мор. η χοάνη του ελικοφόρου άξοναжаровая - (парового котла) о φλογαυλός, ο φλο-γοσωλήνας- μέτρησηςкормовая - πρυμνιός/πρυμναίος -переговорная - επικοινωνίας, φων(ο)αγωγός -ребристая - πτερυγοφόρος -, ο αυλός με πτερύγιαсварная - συγκολλημένος -, συγκολλητός -2. муз. η σάλπιγγα 3. (дымовая) ο/η καπνοδόχος, το φουγάρο (ξεν.), η καμινάδα 4. анат. η σάλ-πιγξ, η σάλπιγγα 5. (подзорная) το ματοκυάλι, το κα(ν)νοκιάλι, η διόπτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труба